Γράφει η Σοφία Τ.
19/06/1827: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απειλεί όσους Έλληνες προσκυνούν τον Μωάμεθ(«Περίπτωση Νενέκου»). Αφιερωμένο σ’ όσους κυβέρνησαν και όσους ράβουν κοστούμι και προβάρουν την στάση που θα έχουν στην καρέκλα!
Φωτιά & τσεκούρι στους προσκυνημένους Ο όρος «Νενέκος», είναι συνώνυμος της εθνικής προδοσίας και μάλιστα του χειρίστου είδους, καθώς ο προδότης δεν περιορίζεται απλά στην επαίσχυντη πράξη της προδοσίας, αλλά παίρνει εμφανώς το μέρος του εχθρού, τασσόμενος εμπράκτως εναντίον των συμπατριωτών του. Η απαξιωτική και μειωτική αυτή έκφραση, οφείλεται στον Νενέκο, έναν οπλαρχηγό της Επανάστασης του 1821.
Ο Δημήτριος Νενέκος καταγόταν από το χωριό Ζουμπάτα των Πατρών κι έγινε οπλαρχηγός του προκρίτου της Πάτρας Βενιζέλου Ρούφου(ο Ρούφος αργότερα, διετέλεσε πρωθυπουργός), αφού προηγουμένως δολοφόνησε τους πολεμιστές Σπανοκυριάκο και Σαγιά που διεκδικούσαν το ίδιο αξίωμα. Αρχικά διακρίθηκε στις πολιορκίες της Πάτρας και του Μεσολογγίου, αλλά μετά την άλωση του, συνεργάστηκε με τον αλβανικής καταγωγής, Αιγύπτιο στρατηγό Ιμπραήμ, ο οποίος του προσέφερε ορισμένα προνόμια. Το 1826 προσκύνησε και συμπαρέσυρε μαζί του και πολλούς άλλους. Το 1827, επικεφαλής των Τουρκοπροσκυνημένων πολέμησε εναντίον των Ελλήνων και τους νίκησε. Για αυτά τα «κατορθώματα» του και με τη μεσολάβηση του Ιμπραήμ, έγινε με διαταγή του Σουλτάνου, «μπέης». Οι «προσκυνημένοι», σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν εκείνη την εποχή, μεγάλο πρόβλημα για την έκβαση της Επανάστασης και την έθεταν σε άμεσο κίνδυνο. Ήταν τότε, που ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, από την μάστιγα των «προσκυνημένων»(στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» και «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού. Όταν ο Ιμπραήμ από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα με τον στρατό του και το Νενέκο με 2.000 δικούς του(!) στο χάνι του Βερβένικου ο Ιμπραήμ παραδρόμησε και περαπλανήθηκε μέσα στο δάσος ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αρβανιτάδες του. Στου Δεσπότη τη Βρύση καθώς προχωρούσε αυτός με τη νέα του συνοδεία κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι γι’ αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του «επήνεσε τον Νενέκον δια την πίστην του, και παρρήσια μάλιστα τον εχάιδευσε με τα χέρια του ενώπιον των επισήμων Τούρκων». Ο Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν τον «έφαγε», σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτάκου, αγανάχτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη». Η εκτέλεση του Νενέκου, έγινε τελικά το 1828, κατ’ εντολήν του Κολοκοτρώνη, από τον αδελφό του δολοφονημένου Σαγιά. Έκτοτε, το όνομα του Νενέκου ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, πουλώντας τους παλιούς συναγωνιστές του και συμπράττοντας με παλιούς αντιπάλους του προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα.
ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΟΧΑΡΤΙ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ
Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι». Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» «Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αυτή τη φορά τους Έλληνες»(Θόδωρος Κολοκοτρώνης). Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για 2η φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες. Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρ όλο που ο Ιμπραήμ εφάρμοσε την μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι. Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά. Πάντως, οι περισσότεροι άλλαζαν στρατόπεδο υπό τον φόβο των αιγυπτιακών επιδρομών. Έτσι, οι βίαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία έως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα. Τότε ο Κολοκοτρώνης προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το να επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και διατήρησε την φλόγα του πολέμου άσβεστη μέχρις ότου έγινε η Ναυμαχία του Ναβαρίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν για την ελευθερία(;) της Ελλάδας. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού. Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Γέρο με χρήματα και με πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει την μεγάλη καταστροφή. Ταυτόχρονα βέβαια προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος. Απόσπασμα από το άρθρο «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» του Ιστορικού Νίκου Γιαννόπουλου, όπως δημοσιεύθηκε στο εξαιρετικό αφιέρωμα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, από την εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ»(Σάββατο, 21/03/2009)
Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ-«εμένα η πατρίδα θα πρωτοεξορίσει». Ο Κολοκοτρώνης, πολύ έμπειρος και φιλοσοφημένος άνθρωπος, περίμενε τους κατατρεγμούς του από το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Ο ίδιος διηγούνταν στον Τερτσέτη: Πήγαινα στην τέντα μου και έτρωγα λίγο ψωμί. Κάποιος φίλος μου, ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος, μου λέει: «Άιντε, Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου και η πατρίδα σου θα σε ανταμείψει». Εγώ του αποκρίθηκα: «Εμένα η πατρίδα θα πρωτοεξορίσει». Η τύχη το έφερε και επαληθεύτηκε. Στον 1ο εμφύλιο πόλεμο της επανάστασης τον φυλακίσανε σε μοναστήρι στην Υδρα. Επί αντιβασιλείας, το 1833, καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Αργότερα, όταν έγινε βουλευτής, έγινε λόγος να καταργηθεί η γκιλοτίνα. «Όχι δεν θέλω!», είπε γελώντας. «Θέλω να δοκιμάσετε κι εσείς πρώτα την τρομάρα της!». Αλήθεια, σήμερα αυτή η φράση, «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» σε κάποιους θα τους προκαλεί ανατριχίλα, διαταράσσοντας τα γαλήνια και πολύ ρηχά νερά του «ανθρωπισμού» τους. Είναι όμως μια φράση που συμπυκνώνει τον αγώνα και μάλιστα τον ΑΓΡΙΟ αγώνα που πρέπει να κάνει ένας αληθινός Πατριώτης ενάντια στον γραικυλισμό, την υποτέλεια και τον ραγιαδισμό που βασανίζουν αυτόν τον λαό σήμερα. Είναι ένα ξυπνητήρι αυτή η φράση στις συνειδήσεις των Ελλήνων για να αντιδράσουν σε όλα αυτά που προετοιμάζονται και γίνονται για αυτούς και χωρίς αυτούς. Είναι μια αντίδραση σε ένα σάπιο, ανθελληνικό κατεστημένο που προωθεί με μαθηματική ακρίβεια την διάλυση της εθνικοκοινωνικής μας συνοχής. Αυτή την συνοχή εμείς οι Έλληνες Πατριώτες πρέπει να την διαφυλάξουμε ως κόριν οφθαλμού και να θυμίσουμε σε όλα αυτά τα κ**παιδα που λειτουργούν αντεθνικώς, σε όποιο πολιτικό φάσμα και αν ανήκουν ότι αν συνεχίζουν να προκαλούν την οργή των πολιτών, θα εφαρμόσουμε την παραπάνω ρήση και τότε μαύρο φίδι που τους έφαγε. Στις εκλογές δεν το πράξαμε…
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου