Μία μαρτυρία όπως την διαβάσαμε στο βιβλίο του Μουτούση Νικολάου «και διηγώντας τα να κλαις...»
Ήδη από τους πρώτους μήνες της Γερμανο-Ιταλικο-Βουλγαρικής κατοχής, άρχισαν να οργανώνεται το ελληνικό αντάρτικο. Έλληνες υπερήφανοι και Πατριώτες, βγήκαν στο βουνό και στην αντίσταση, για να απελευθερώσουν τα Πάτρια εδάφη. Δυστυχώς όμως το τρισκατάρατο βδέλυγμα, το προδοτικό, ανθελληνικό και αιμοσταγές ΚΚΕ, έδειξε σχεδόν αμέσως τις διαθέσεις του. Καλλίτερα οργανωμένο από τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και υποβοηθούμενο από τους Άγγλους και καθοδηγούμενο από τους Σοβιετικούς, αντί να αντισταθεί λυσσαλέα στον καταχτητή, έθεσε ως πρωταρχικό του σκοπό την διάλυση κάθε απελευθερωτικού κινήματος που δεν υπόκειντο στην διοίκησή του.
Αδιαφορώντας ή και εσκεμμένα, κατάφερε να επιφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στην ελληνική αντίσταση υπέρ των κατακτητών και φυσικά να οδηγήσει, αναπόφευκτα, στον εμφύλιο.
Ας παρακολουθήσουμε όμως την διήγηση του Νικολάου Μουτούση, Αντ/ρχης Πυροβολικού, μέσα από το βιβλίο του «Και διηγώντας τα να κλαις», που είχε εκδοθεί το 1959, όπου περιγράφει τους βασανισμούς που υπέστη ως αιχμάλωτος του Άρη Βελουχιώτη. Θα παραθέσουμε την εισαγωγή του πονήματός του, όπου αναφέρεται στην αιχμαλωσία του από τους ΠΡΟΔΟΤΕΣ, ενώ πήγαινε να χτυπήσει γερμανικό φυλάκιο...!!!
ΤΟ ΞΕΣΗΚΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ
ΚΑΤΟΧΗ!! Οι σιδηρόφρακτες μεραρχίες του Χίτλερ, ύστερα από την υπεράνθρωπη αντίστασί μας στα Μακεδονικά βουνά, διεκδικώντας βήμα προς βήμα, σπιθαμή προς σπιθαμή τη γή μας, το Εθνικό μας έδαφος, πλημμύρισαν την Ηπειρωτική Ελλάδα και έστησαν στην Ακρόπολη τον Αγκυλωτό Σταυρό!
Μαζύ με τους Γερμανούς, κατησχυμένοι παρά νικηταί, μπήκαν στην χώρα μας και οι Ιταλοί του Μουσολίνι ακολουθώντας τους πρώτους και παριστάνοντας κι’ αυτοί τον κατακτητή.
Καλοκαίρι του 1941. Οι Γερμανοί έχουν ολοκληρώσει την κατάκτησι της Ελλάδος και οι Έλληνες στενάζουν κάτω από το βάρβαρο, τον αδυσώπητο ζυγό τους. Το γένος μας δοκιμάζει, για μια ακόμη φορά, την μαύρη σκλαβιά. Σκοτάδι παντού. Η Ευρώπη ντροπιασμένη, έχει σκύψη το κεφάλι στον εισβολέα, που ξάπλωσε κυριάρχος, σ’ όλην την έκτασί της και διαφεντεύει μια ολόκληρη Ήπειρο.
Η Ελλάδα έπεσε τελευταία. Κι έπεσε πολεμώντας. Πολεμώντας απεγνωσμένα, ύστερα από μιά εξάμηνη επική Νίκη κατά των Ιταλών. Και έπεσε γενναία, παλληκαρίσια. Τόσο γενναία, που θαυμάστηκε από τους εχθρούς της. Την κατέλαβαν, μα δεν την αφώπλισαν. Άφισαν τον γενναίο Στρατό της, Αξιωματικούς και οπλίτας, ελεύθερους, ενώ στις άλλες Χώρες που κυρίευσαν, τους πήραν αιχμαλώτους. Κι αυτό ήταν τιμή για την Ελλάδα...
Μα οι Έλληνες που δεν ζούνε δίχως την ελευθερία, όπως λέγει και το τραγούδι του Ζαλόγγου – δεν μπορούσαν να βαστάξουν την σκλαβιά. Βαρειά η μπότα του κατακτητή πιέζει την καρδιά του Γένους μας, που το έκανε να στενάζη και να ζητά, απ’ την πρώτη στιγμή την απολύτρωσι.
Έως πότε; Αυτό το ερώτημα είναι στα χείλη κάθε Έλληνα που τον τρώει η αγωνία. Πότε θα έλθη η ώρα να αστράψη και πάλι η λόγχη του και η κραυγή «Αέρα» να γεμίση ξανά τους λόγγους και τις πλαγιές, όπως τότε, που κατετρόπωσε τον εχθρό, όταν μας επετέθη στα Βορειοηπειρωτικά και στα Μακεδονικά βουνά;
Επίστευαν αδίστακτα, οι Έλληνες (μικροί και μεγάλοι) πως δεν θα αργήση να ξανάλθη η ευλογημένη εκείνη ημέρα, για να δώση άλλο ένα μάθημα στους βάρβαρους επιδρομείς.
Και αποφασίζει να συνεχίση τον αγώνα, ανάλογα με τα μέσα που διαθέτει. Όλοι διψούν εκδίκησι. Και ορκίζονται για τη συνέχισι του αγώνος. Για την απελευθέρωσί τους.
Όλοι αδιακρίτως ηλικίας, θέλουν να φύγουν, γιατί δεν μπορούν να βλέπουν σκλαβωμένη την πατρίδα τους. Θέλουν να πάνε έξω, να πιάσουν και πάλι το ντουφέκι, και κάτω από τις διαταγές της Κυβερνήσεως και του Βασιλέως, να συνεχίσουν τον αγώνα, για την λευτεριά.
Ο επιδρομέας είναι βέβαιος, ότι ποτέ δεν θα μπορέση να κατακτήση την Ελληνική ψυχή. Νοιώθει ότι πολύ σύντομα οι Έλληνες θα ξεσηκωθούν και θα αρχίσουν τον καινούργιο αγώνα, για να αποτινάξουν τον ζυγό. Γι’ αυτό και προβαίνει σε φοβερά προληπτικά μέτρα.
Συλλαμβάνει, φυλακίζει, εξορίζει τους Στρατιωτικούς Αρχηγούς, εκτελεί δημοσία άλλους, για παραδειγματισμό και με μοναδικό σκοπό να σπάση το ηθικό του Έλληνα. Αγνοεί φυσικά την ψυχολογία μας. Δεν ξέρει πως η βία δεν λυγίζει τον Έλληνα και δεν σταματά την ορμή του. Τουναντίον, τον εξαγριώνει και τον κάνει ακόμα πιο επιθετικό και πιο ατρόμητο.
Έτσι ανοίγει μία από τις σημαντικότερες σελίδες, στο βιβλίο του αγώνα κατά του κατακτητή. Η σελίδα του παράνομου Τύπου.
Με πόση λαχτάρα ο καθένας παίρνει κρυφά για να διαβάση τα φυλλάδια που κυκλοφορούσαν παράνομα! Με τί χαρά τα κρατά στα χέρια του! Μέσα στις γραμμές του ξαναζωντανεύουν οι ελπίδες του για την λευτεριά. Και νοιώθει πως δεν είναι μακρυά η ‘μέρα, η μεγάλη ‘μέρα της απολυτρώσεως. Και προ παντός διαβάζει πως όλοι οι Έλληνες είναι ενωμένοι στον αγώνα για την λευτεριά. Και ξεσηκώνεται! Η πόλις δεν τον χωράει. Θέλει να φύγη μακρυά, στο βουνό, να μην βλέπη, να μην ακούη, να μην νοιώθη την παρουσία του κατακτητή.
«Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
Δεν ημπορώ δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου.
Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης,
Να πολεμήσω στα βουνά και στις ψηλές ραχούλες...»
Στη σκέψι του έρχεται το τραγούδι αυτό του Κλέφτη. Και, μία και δυο, φεύγει και σκαρφαλώνει πάνω στ’ απάτητα βουνά. Στις αητοράχες, στον ελεύθερο αέρα. Πηγαίνει να αρχίση τον αγώνα κατά του επιδρομέως, που πάτησε με την βάρβαρη μπότα του, τα ιερά, τα άγια χώματα της Πατρίδος του. Πηγαίνει στο αντάρτικο...
Με ακράτητο ενθουσιασμό υποδέχονται οι Έλληνες την πληροφορία πως τα ελληνικά βουνά γέμισαν από αντάρτες.
Κι οι τελευταίοι γυρίζουν, από χωριό σε χωριό, δίνοντας θάρρος, ζητώντας υπομονή και βεβαιώνοντας πως δεν είναι μακρυά η μέρα της Αναστάσεως.
«Ακόμα μια άνοιξη αδέλφια, αδέλφια...»
Ξαναζούσε η προεπαναστατική περίοδος του 1821. Και ετοιμαζόταν, για ακόμα μία φορά, το ξεσήκωμα της Αγίας Λαύρας!
Δεν τους ενδιαφέρει ποιος θα είναι ο Αρχηγός. Αρκεί ότι πρόκειται να κτυπήσουν τον κατακτητή. Και ο Ελληνικός Λαός τους παρακολουθεί με καμάρι και τους ενισχύει σε ό,τι μπορεί.
Περνούν τώρα μπρος στο βάρβαρο επιδρομέα με περισσότερο αγέρωχο ύφος! Κάπου κάπου, ακούονται κάτι ονόματα αρχηγών: «ΖΕΡΒΑΣ» «ΑΡΗΣ». Τα Ελληνόπουλα στο άκουσμά τους ζητωκραυγάζουν. Όλοι προσεύχονται για τους πατριώτες αυτούς, που οδηγούν τα παιδιά τους, επάνω στα βουνά. Δεν τους γνωρίζουν. Δεν ξέρουν ποιοι είναι: Μα και δεν τους ενδιαφέρει αυτό. Γι’ αυτούς, οι Αρχηγοί, στο βουνό είναι ήρωες, είναι Θεοί!
Είναι οι σωτήρες της Πατρίδας.
Αυτό τους αρκεί.
Σ’ αυτή την ψυχολογική θέσι βρέθηκε ο Ελληνικός Λαός τον χειμώνα του 1941 και μη αντέχοντας να στενάζη κάτω από την μπόττα του δυνάστη, θέλησε να οργανωθή για να πλήξη τον εχθρό.
ΤΟ Ε.Α.Μ. ΜΕ ΤΗ ΜΑΣΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο καινούργιος αυτός αγώνας των Ελλήνων έγινε ύμνος και παιάνας. Στα στόματα όλου του κόσμου η Ελλάδα έγινε και πάλι στόχος παγκόσμιου θαυμασμού. Τα ραδιόφωνα υμνούσαν τον Έλληνα και εθεοποιούσαν την γενναία Ελληνική ψυχή. Και όλοι εθαύμαζαν τον ηρωικό Λαό μας, που τίποτε δεν υπολογίζει, όταν πρόκειται για την λευτεριά του.
Αλλοίμονο όμως! Όλη αυτή η Δόξα, όλο αυτό το παγκόσμιο ξεσήκωμα και ο θαυμασμός για την Ελλάδα, ήταν γραφτό να μετατραπή σε θρήνο και να εξελιχθεί σε Εθνική συμφορά.
Γιατί, δυστυχώς, στην κρισιμώτερη αυτή στιγμή του Έθνους μας, που ο εχθρός καταπατούσε τα ιερά μας χώματα, βρέθηκε ένας άλλος πολύ πιο χειρότερος, πολύ πιο απαισιώτερος εχθρός, που φορώντας την μάσκα του δήθεν ελευθερωτή, εβύθισε την Ελλάδα στο πένθος και στη συμφορά! Και ο καινούργιος αυτός εχθρός ήταν ο Κομμουνισμός!
Αλλοίμονον! Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο του απελευθερωτικού αγώνα οι Κομμουνισταί, δεν έγιναν αντιληπτοί απ’ τον Ελληνικό Λαό. Γιατί παρουσιάστηκαν καμουφλαρισμένοι, με την μάσκα των απελευθερωτών, ήτοι με τρία γράμματα, που ποτέ δεν θα τα ξεχάση ο Ελληνικός Λαός: «Ε.Α.Μ.» και που εσήμαιναν:
Ελληνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο!!!...
Τι κρύβονταν πίσω απ’ αυτά τα τρία γράμματα, δεν ενδιέφερε τότε τους Έλληνας. Τους ενδιέφερε μόνον να ενωθούν όλοι μαζύ και να κτυπήσουν τον Γερμανο – Ιταλό. Έτσι ακγάλιασαν το Ε.Α.Μ. Κι όσο προχωρούσε ο καιρός, τόσο πληθύνονταν οι οπαδοί του. Προδότη θεωρούσαν εκείνον που δεν βοηθούσε το Ε.Α.Μ.! Διεκήρυτταν σ’ όλους τους τόνους, πως όλοι οι Έλληνες, σαν αγνοί απόγονοι του 21 πρέπει να προσφέρουν ό,τι μπορούν στον αγώνα. Δεν μιλούσαν για Κομμουνισμό. Παρουσιάζονταν πάντα σαν υπερπατριώτες και υποκριτικά μιλούσαν για λευτεριά, για να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνας, στις τάξεις του.
Ο Ελληνικός Λαός μέσα στο μεγάλο ενθουσιασμό του και το πόθο του για την λευτεριά, δεν μπορούσε να σκεφθή ποιο βαθειά. Δεν μπορούσε να προβλέψη, ότι γινόταν σιγά-σιγά όργανο μιας ξένης προπαγάνδας και πως ύστερα από λίγο, θα έχυνε το αίμα του για να υπερασπίση σκοπούς άλλων. Και έτσι έπεσε στην παγίδα, άθελά του.
Το Ε.Α.Μ. συγκεκριμένα διεκήρυττε, ότι σκοπός του ήταν:
1) Να διώξη τον κατακτητή και 2) ν’ αφήση ελεύθερο τον Ελληνικό Λαό, να εκλέξη τους κυβερνήτας του. Ποιος Έλληνας, με πατριωτισμό, μπορούσε να αντιδράση σ’ αυτά τα συνθήματα, σ’ αυτούς τους σκοπούς; Ποιός Έλληνας δεν θα βοηθούσε αυτούς, που είχαν τέτοιες Εθνικές (!!!) επιδιώξεις;
Και οι κομμουνισταί, μ’ αυτά τα συνθήματα, που ποτέ δεν πίστεψαν, κατώρθωσαν να εξαπατήσουν τον Ελληνικό Λαό και να συγκεντρώσουν τα Ελληνόπουλα, που ήσαν σκορπισμένα χωρίς αρχηγό, εδώ κι εκεί, κάτω από μία και μόνο οργάνωση, το Ε.Α.Μ.
Έτσι δημιουργήθηκε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο «ΕΛΑΣ»!
ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΔΙΑΛΥΟΝΤΑΙ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΛΑΣ
Ταυτόχρονα, όμως, διάφορες άλλες ομάδες, άλλες Οργανώσεις, όπως του Στρατηγού ΖΕΡΒΑ, ο «Ε.Δ.Ε.Σ.» έκαναν την εμφάνισί τους στα βουνά. Οι Έλληνες, με το αλάθητο αισθητήριό τους, άρχισαν να αντιλαμβάνωνται τους καταχθόνιους σκοπούς του Ε.Α.Μ. και άρχισαν να δείχνουν την δυσπιστία τους σ’ αυτό. Και σιγά σιγά στρέφουν την προσοχή τους στις άλλες Ομάδες, που έκαναν, δειλά δειλά, την εμφάνισί τους στα βουνά της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, η μια κατόπιν της άλλης.
Το ΕΑΜ έβλεπε με πολύ ανησυχία την μεταβολή αυτή των διαθέσεων του Λαού. Και αρχίζει την τρομοκρατική δράσι του, διαλύοντας ύπουλα και διά των όπλων κάθε Εθνική κίνησι. Έπνιξε στο αίμα απ’ την γένεσί της κάθε ομάδα, που δεν είχε τις ίδιες μ’ αυτό ιδεολογικές κατευθύνσεις. Έβαλε σαν σκοπό του να μην επιτρέψη την ανάπτυξι άλλων ανταρτικών ομάδων, γιατί έβλεπε σ’ αυτές το μελλοντικό εμπόδιο για την κατάληψι της εξουσίας και την επιβολή της δικτατορίας του Προλεταριάτου στη Χώρα μας.
Αρχές Ιουνίου 1943. Βρίσκομαι στην Πάτρα, σε επαφή με την Επιτροπή του ΕΔΕΣ Πελοποννήσου, που τα κυριώτερα στελέχη της ήσαν οι: 1) Ανδρέας Μουτούσης, ιατρός, Πρόεδρος, 2) Σωτήριος Σωτηριάδης, συνταγματάρχης, 3) Ανδρέας Παπαγεωργίου, 4) Ιωάννης Βασιλάκης, λοχαγός Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, 5) Αθανάσιος Βλάχος και 6) Ν. Παπαλεξανδρόπουλος, δικηγόρος.
Η επιτροπή αυτή τον Ιούνιο του 1943 κατώρθωσε να συγκροτήση ολιγομελή ανταρτική ομάδα υπό τον Εμμανουήλ Σεβαστάκην, στην περιοχή Πιτίτσας. Παράλληλα, στην ίδια περιοχή, έδρα και άλλη εθνικιστική ομάδα ο «ΜΩΡΗΑΣ».
Ο ΕΛΑΣ όμως καραδοκούσε! Αφού στην αρχή έπνιξε στο αίμα, με ύπουλη αιφνιδιαστική επίθεσι, την ομάδα «ΜΩΡΗΑΣ», κατόπιν πέτυχε και τη διάλυσι της ομάδς Σεβαστάκη.
Η προδοτική αυτή συμπεριφορά του ΕΛΑΣ, που έγινε γνωστή στην περιοχή, προκάλεσε αναβρασμό στον εθνικόφρονα κόσμο.
Εν τούτοις, η Επιτροπή ΕΔΕΣ των Πατρών, δεν χάνει καιρό. Συγκροτεί άλλη ομάδα, υπό τον γενναίο λοχαγό Χρίστο Δροσόπουλο, από τα Πλατάνια Πατρών με μέλη τούς: Νικόλαο Μουτούση, ανθυπολοχαγό πυροβολικού, από το Νέο Ερινέο Πατρών, Ανδρέα Νιγιάννη, ανθυπασπιστή, από τις Καμάρες Πατρών, Ανδρέα Σκαρτσίλα ανθυπολοχαγό , απ’ το Βερίνο Αιγίου και Γεώργιο Καρπόζηλο ανθυπολοχαγό απ’ τη Θεσσαλονίκη. Έδρα της νέας ομάδος είναι το χωριό Καστρίτι Πατρών και η επωνυμία της «Ε.Ο.Ε» (Ελευθέρα Ορεινή Ελλάδα).
Η Επιτροπή όμως των Πατρών που εφοβείτο μήπως κι αυτή η ομάδα διαλυθεί στη γένεσί της, απ’ τον ΕΛΑΣ, πέτυχε να έλθη σε συνεννόησι με το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και, ευθύς μετά να υπογράψη σύμφωνο μη επιθέσεως και συνεργασίας.
Στις 16 Αυγούστου 1943 υπεγράφη το σύμφωνο στην Πάτρα, απ’ τον Ανδρέα Μουτούση και Ιωάννη Βασιλάκη, εκ μέρους της Επιτροπής ΕΔΕΣ Πατρών, αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου, από τον Αντώνιο Πισκοτάκη και Α. Αγγελάτο, εκ μέρους του ΕΑΜ
Μετά την υπογραφή του συμφώνου αυτού, η ολιγομελής ομάδα της Ε.Ο.Ε. (περί τα 15 άτομα) έκανε την εμφάνισί της, στο χωριό Καστρίτσι.
Ο ενθουσιασμός των χωρικών ήταν απερίγραπτος. Οι κάτοικοι, του ηρωικού αυτού χωριού, μας παρείχαν κάθε βοήθεια.
Σεβάσμιοι γέροι ερχόντουσαν και μας φιλούσαν από χαρά και συγκίνησι. Ένας ηλικιωμένος με πλησιάζει και μου πιάνει το κεφάλι! «Για σκύψε, παιδί μου, γιατί δε βλέπω καλά: Μου λένε εδώ οι χωριανοί μου, ότι εσείς δεν είστε σαν τους άλλους! (1)
Θέλω να δω μόνος μου τι γράφει στο καπέλλο σου. Μήπως γράφει ΕΛΑΣ με ένα λάμδα; Και συνέχισε, όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είμαστε σαν τους άλλους: «Προσέξετε παιδιά μου, μην τους έχετε εμπιστοσύνη. Να, ακόμη προχθές, πενθηφόρησαν όλη τη Πιτίτσα!»
Εννοούσε ο γέρος την διάλυσι και καταστροφή της Ομάδος «ΜΩΡΗΑΣ». «Όχι παππού, του απαντώ, μην ανησυχείτε. Τώρα δεν κινδυνεύουμε, γιατί έχουμε υπογράψει σύμφωνο: και οι δύο μαζύ, εμείς και εκείνοι θα κτυπάμε τους κατακτητάς!»
Εν τω μεταξύ, το τμήμα μας όλο και δυνάμωνε περισσότερο. Η Επιτροπή στην Πάτρα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες, αφ’ ενός στην εξεύρεσι οπλισμού και αφ’ ετέρου στη προώθησί του προς την ομάδα. Γιατί οι ιταλικές αρχές είχαν λάβει δρακόντεια μέτρα παρακολουθήσεως των πάντων. Παρ’ όλα αυτά, ο ιατρός Μουτούσης εκμεταλλευόμενος την ιατρική του ιδιότητα, περνούσε καθημερινώς από το «μπλόκο», με το ιδιόκτητο αυτοκίνητό του γεμάτο οπλισμό, παρά τον προφανή κίνδυνο της ζωής του.
Στις σοβαρώτατες και επικίνδυνες αυτές αποστολές του, εβοηθείτο και από την ηρωίδα Ελληνίδα «ΑΦΡΟΔΙΤΗ», που η παρουσία της στο αυτοκίνητο, δεν προκαλούσε υποψίες στους Ιταλούς, γιατί ήταν γνωστή, ως βοηθός του ιατρού Μουτούση στο ιατρείο του.
Τέλη Αυγούστου, η ομάδα μας περιελάμβανε πλέον των 80 ανδρών.
ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ ΚΑΙ Η «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΡΕΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ»
Το ΕΑΜ όμως, βλέποντας την καταπληκτική αυτή ανάπτυξί μας και μάλιστα μέσα σε τόσο λίγες μέρες, άρχισε να ανησυχή σοβαρά. Και στην αρχή προσπαθεί με τους πολιτικούς καθοδηγητές να συκοφαντήσει την ομάδα Ε.Ο.Ε., ότι δήθεν έχει δικτατορικούς σκοπούς, ότι εξυπηρετεί την Κεφαλαιοκρατία κ.λ.π. Έφθασε δε μέχρι του σημείου να αποστείλη τον γνωστό σ’ όλη την περιοχή των Πατρών κομμουνιστή δικηγόρο Ιωάννη Σκαλτσά, στην έδρα της Ε.Ο.Ε., το Καστρίτσι, με την εντολή να μιλήση στη πλατεία του χωριού προς τους κατοίκους και να καταφέρεται εναντίον της Ομάδος μας, να μας αποκαλή προδότας και να τονίζη ότι δεν πρέπει να εντάσσωνται τα Ελληνόπουλα σ’ άλλες ομάδες παρά μόνο στον ΕΛΑΣ!!
Ο γενναίος και εκλεκτός πολεμιστής ανθυπασπιστής Νιγιάννης, που βρισκόταν με την ομάδα του στην πλατεία του χωριού, εξοργισθείς, ως ήτο φυσικόν, από το θράσος του αναιδούς αυτού κομμουνιστή, ο οποίος, παρουσία του καθύβριζε κατά τον χειρότερο τρόπο την Οργάνωσή του, τον συνέλαβε και τον ωδήγησε, ενώπιον του αρχηγού Δροσοπούλου.
Ο σεμνός λοχαγός και Αρχηγός Δροσόπουλος, αφού έκαμε τις δέουσες συστάσεις στον κομμουνιστή Σκαλτσά, τον άφησε ελεύθερο.
Φεύγων όμως ο Σκαλτσάς από το Αρχηγείο, συναντά εκ νέου τον ανθυπασπιστή Νιγιάννη, στον οποίο λέγει: «Έννοια σου και θα μου το πληρώσεις!».
Ο Νιγιάννης, όπως ήταν επόμενο, τον συλλαμβάνει διά δεύτερη φορά και τον οδηγεί εκ νέου μπρος στον Αρχηγό μας, που όμως και την φορά αυτή τον άφησε ελεύθερο, με την εντολή να εκγαταλείψη την περιοχή και να φύγη στην Πάτρα.
Το ΕΑΜ βλέποντας, ότι τίποτε δεν επιτυγχάνει διά της πολιτικής, αποφασίζει να μας κτυπήση, όπως συνήθιζε, ανανδρα και άτιμα.
Δίδει εντολή στον ΕΛΑΣ να μας διαλύση πάση θυσία τώρα που είμεθα στην αρχή της συγκροτήσεώς μας.
Οι πληροφορίες των συνδέσμων μας από τα γύρω χωριά, ήταν πολύ ανησυχητικές. Ο ΕΛΑΣ συγκεντρωνόταν για να μας κτυπήση. Δυστυχώς, δεν ελάβαμε σοβαρά υπ’ όψει τις πληροφορίες αυτές. Και αντί, να πάρουμε μέτρα αμύνης, είχαμε στρέψει όλη την δραστηριότητα της ομάδας, στην εξιοποίησι της αποστολής μας.
Στις 8 Σεπτεμβρίου διατάσσεται ο ανθυπολοχαγός Σκαρτσίλας, να μεταβή στο Ρίο Πατρών, και να επιτεθή κατά του εκεί Ιταλικού Φυλακείου. Τούτο κι έγινε τις μεταμεσονύκτιες ώρες, ανεπιτυχώς όμως, γιατί, δυστυχώς η φρουρά αυτή είχε σοβαρώς ενισχυθεί κατά την διάρκεια της νυκτός.
Είχαμε ανάγκη περισσότερου οπλισμού. Η επιτροπή στην Πάτρα όμως, παρά τις προσπάθειές της, δεν μπόρεσε να μας εφοδιάση επαρκώς. Και έτσι έπρεπε οπωσδήποτε να εξασφαλίσουμε τον οπλισμό μας, μόνοι μας.
Στις 12 Σεπτεμβρίου έλαβα διαταγή να κινηθώ και να επιτεθώ κατά της ιταλικής φινέτσας, στο Ψαθόπυργο, η οποία και παρεδόθη, ευθύς μετά τις πρώτες ριπές μας, χωρίς αντίστασι. Ήταν η πρώτη επιτυχής, αλλά δυστυχώς και η τελευταία στρατιωτική επιχείρησις της Ε.Ο.Ε.
Αποτέλεσμα της επιτυχίας μας εκείνης ήταν να αποκτήσουμε 4 οπλοπολυβόλα και μερικά τουφέκια.
Το τμήμα μας σιγά-σιγά άρχισε να αξιοποιήται και σε οπλισμό. Παράλληλα όμως, οι πληροφορίες περί συγκεντρώσεως στην γύρω περιοχή τμημάτων του ΕΛΑΣ, έφθαναν η μία μετά την άλλη. Ένας σύνδεσμος, το πρωί στις 14 Σεπτεμβρίου, αναφέρει εις τον Αρχηγό μας λοχαγό Δροσόπουλο, ότι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, μαζύ με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, λένε απροκάλυπτα, ότι σκοπός τους είναι να μας διαλύσουν. Κανένας από μας δεν έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν τις πληροφορίες αυτές. Δεν είναι δυνατόν, λέγαμε, να γίνη αυτό, αφού μόλις προ ολίγων ημερών είχε υπογραφεί το Σύμφωνο συνεργασίας μας.
Αλλά οι πουλημένοι ξενόδουλοι, πράγματι ποδοπατούσαν την υπογραφή τους και αποφασίζουν να μας κτυπήσουν διά των όπλων. Το βράδυ της 15ης, ο Αρχηγός μάς δίδει τις εντολές για την επομένη. Είναι το τελευταίο βράδυ της ζωής της Ομάδος μας.
Το πρωί της επομένης, σύμφωνα με διαταγή του Αρχηγού, ο ανθυπολοχαγός Σκαρτσίλας, με την ομάδα του κατευθύνεται προς Πάτρας, κατόπιν ειδοποιήσεως της Επιτροπής , για την παραλαβή όπλων, απ’ την Οργάνωσί μας. Εγώ, επί κεφαλής 20 ανδρών, κατευθύνομαι προς το χωριό Λαμπίρη, με σκοπό να επιτεθώ και αφοπλίσω το εκεί εγκατεστημένο γερμανικό φυλάκειο. Στο Στρατηγείο παρέμεινε ο Αρχηγός μας, με την ομάδα Καρπόζηλου και Νηγιάννη.
ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ, ΠΑΛΗΟΣΚΥΛΑ, ΘΑ ΣΑΣ ΣΦΑΞΟΥΜΕ...!
Ήταν η 5η πρωινή της 16 Σεπτεμβρίου, και μόλις άρχισε να φωτίζη. Δεν είχα προχωρήσει περισσότερο από τρία χιλιόμετρα. Βρισκόμουνα ακριβώς στην πλατεία του χωριού Καστρίτσι, όπου ξάφνου ακούω πυροβολισμούς, από όλες τις κατευθύνσεις. Ατομικά όπλα, όλμους, πολυβόλα, αυτόματα. Για μια στιγμή τα έχασα κι ενόμισα ότι είχα κυκλωθή από Γερμανούς. Σκεπτόμουν να οπισθοχωρήσω και να φύγω, πράγμα που ήταν εύκολο, γιατί αυτοί ήσαν πολύ μακρυά μου και το έδαφος μού επέτρεπε να εγκαταλείψω τα χωριό, χωρίς να με αντιληφθούν. Ξαφνικά όμως ακούω ελληνικά!!! «Παραδοθήτε, παληόσκυλα, γιατί θα σας σφάξουμε όλους σας!» Αμέσως κατάλαβα τί γινότανε. Ήταν ο ΕΛΑΣ!
Δεν μου είναι δυνατόν να βρω λέξεις για να περιγράψω τη ψυχολογική μου κατάστασι εκείνης της στιγμής.
Ζούσα ένα εφιάλτη κι έκλεγα σαν μικρό παιδί!!! Οι αντάρτες μου με είδαν στην κατάστασι αυτή και προσπάθησαν να με παρηγορήσουν: «Εμπρός, καπετάνιε, να τους κτυπήσουμε. Αυτοί είναι χειρότεροι κι από τους Γερμανούς!», μου είπαν. (1)
Αλλά, πώς ήταν δυνατόν να δώσω διαταγή να κτυπήσουν, οι Έλληνες του Έλληνες;
«Όχι, τους λέω, δεν θα ρίξετε. Θα στείλουμε Επιτροπή στο χωριό να μάθουμε τί συμβαίνει. Ίσως πρόκειται για παρεξήγηση».
Πώς τα θέλετε; Ένας νέος 20 ετών, που γεννήθηκε Έλληνας, ανετράφη Ελληνικά, πιστεύει στις Ελληνικές παραδόσεις, στα υψηλά ιδανικά της φυλής του, να δώση διαταγή σε Έλληνας, να ρίξουν αδελφικό βόλι εναντίον Ελλήνων! Δεν γνώριζα ακόμα, πως εχθροί της Πατρίδος δεν ήταν μόνον εκείνοι που βρίσκονταν έξω των συνόρων της, αλλά πιο πολύ επικίνδυνοι εκείνοι που βρίσκονταν μέσα απ’ αυτά, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αλλά ήταν πουλημένοι πράκτορες της Μόσχας!
Εν τω μεταξύ, το ντουφεκίδι συνεχιζότανε. Είχαμε όλοι κυκλωθεί όπως επίσης και το Αρχηγείο και ο Σκαρτσίλας ακόμη, που πήγαινε προς τη Πάτρα. Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν Έλληνες αυτοί που μας κτυπούσαν. Γι’ αυτό φωνάζω τον πρόεδρο και τον παππά του χωριού και του λέγω.
- Να ανεβήτε σ’ αυτό το ύψωμα, να δήτε τι συμβαίνει. Να τους πήτε ότι είμεθα Έλληνες, να κατεβούνε κάτω να δούμε τι θέλουνε!
Έτσι και έγινε. Αλλά όταν κατέβηκαν κάτω και μπήκαν στο χωριό, καταλάβαμε πως είμεθα αιχμάλωτοί τους!
Πιάσανε όλους τους αντάρτες μου, τους πήραν τα όπλα και άρχισαν να τους δέρνουνε, εμένα δε με παρέδωσαν σε μια ομάδα, ως κρατούμενο!
Όταν είδα να ατιμάζωνται έτσι άνανδρα οι αντάρτες μου, απ’ άλλους αντάρτες, που έλεγαν πως είναι Έλληνες, τότε μόλις συνήλθα και μετάνοιωσα, γιατί δεν τους έρριξα και το τελευταίο μου βόλι. Δυστυχώς, ήταν αργά. Μας είχαν αφοπλίσει!
Έπειτα από λίγη ώρα, είδα να έρχωνται συνοδεία οι αντάρτες του Αρχηγού μου Δροσοπούλου, του ανθυπολοχαγού Σκαρτσίλα και του ανθυπασπιστού Νιγιάννη.
Άρχισαν να μας βρίζουν, να μας αποκαλούν προδότες, να μας απειλούν ότι θα μας σφάξουν! Ανάμεσα σ’ αυτούς έβλεπα μερικούς που με κύτταζαν με θλίψι, συνεχώς στα μάτια: σαν να μου έδιναν κουράγιο. Δεν μας μιλούσαν. Τι άραγε να συμβαίνη;
Έπειτα από λίγο, βλέπω να φέρνουν δύο αντάρτες του ΕΛΑΣ σκοτωμένους. Διέδωσαν οι πολιτικοί καθοδηγηταί, ότι σκοτωθήκανε στην μάχη από δικές μας ομάδες. Οι δικοί τους τότε έξαλλοι από θυμό, άρχισαν να μας δέρνουν και να φωνάζουνε: «Θάνατος! Πρέπει να το πληρώσουν με το αίμα τους!».
Να όμως τι είχε συμβή.
Η δύναμις που μας είχε κτυπήσει, απετελείτο από 3 Τάγματα συνολικής δυνάμεως 700 περίπου ανδρών. Δεν είχαν όμως ικανούς στρατιωτικούς αρχηγούς και, κατά την κύκλωσι, έγινεπηγή μια παρεξήγησι μεταξύ των. Ένα τάγμα ερχόταν από ανατολών, το άλλο από δυσμών και το άλλο από βορρά. Έτσι, όταν συναντήθηκαν, το πρωί της 16 Σεπτεμβρίου, δεν έγινε καλή αναγνώρισι και άρχισαν να κτυπιώνται μεταξύ των.
Γι’ αυτό το λόγο δεν δεχόμουν εγώ τα πυρά τους. Η σύγκρουσις είχε κρατήσει περί την μισή ώρα. Όταν ο Αρχηγός μας αντελήφθη την παρεξήγηση αυτή, άρχισε να τους φωνάζη ότι κτυπιούνται μεταξύ τους! και στέλνει τον ανθυπολοχαγόν Γεωργούλη (με κίνδυνον της ζωής του) να τους ειδοποιήση. Ο τελευταίος χειρονομώντας από μακρυά, τους φώναζε: «Ντροπή σας, βρε, είσαστε Έλληνες, κτυπιέστε μεταξύ σας;».
Και τότε σταμάτησαν οι ντουφεκιές, είχαν όμως εν τω μεταξύ σκοτωθεί οι δύο αντάρτες. Αλλά οι σατανικοί καθοδηγηταί και καπεταναίοι θέλουν να το εκμεταλλευτούν αυτό, και επιδιώκουν να εξοργίσουν τους αντάρτες: Πάνε να τους πείσουν πως οι δύο αντάρτες σκοτώθηκαν από μας, και ότι εμείς είμαστε όργανα των Γερμανών!
(1) κάτι ανάλογο μου είχε πει και μία γιαγιά από χωριό της Κορινθίας: «Με τους Γερμανούς περνάγαμε καλλίτερα. Τους αντάρτες τους φοβόμασταν. Για να καταλάβεις, εγώ, την τελευταία στιγμή γλύτωσα από το να με απαγάγουν. Ποιός ξέρει τί θα με έκαναν...;»
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου